φθορίζω

φθορίζω
αμετ. фосфоресцировать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "φθορίζω" в других словарях:

  • φθορίζω — Ν 1. εκπέμπω ακτινοβολία σύμφωνα με το φαινόμενο τού φθορισμού 2. φρ. α) «φθορίζουσα ουσία» φυσ. ουσία που έχει την ιδιότητα τού φθορισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθόριο. Η λ., στον λόγιο τ. τής μτχ. ουδ. φθορίζον, μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη] …   Dictionary of Greek

  • φθορίζω — αμτβ., εμφανίζω φθορισμό (βλ. λ.), φωσφορίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»